σινεμασκόπ

σινεμασκόπ
Κινηματογραφική μέθοδος λήψης και προβολής· με τη χρήση αναμορφικού φακού και ειδικού οπτικού συστήματος, η εικόνα αποχτά μεγαλύτερο πλάτος. Βλ. λ. κινηματογράφος.
* * *
το, Ν
μέθοδος κινηματογραφίας σε ευρεία οθόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sinemascope, που καθιερώθηκε ως διεθνής όρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”